ὑπωπίς

ὑπωπίς
ὑπωπίς, ίδος, ,
A = ὑπώπιον 111, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπωπίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπωπίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «θαψία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπώπιον «φυτό, από τις ρίζες τού οποίου παρασκεύαζαν φάρμακο για τα μωλωπισμένα μάτια» + κατάλ. ίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”